πνευματολυτικός

πνευματολυτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πνευματόλυση
2. φρ. α) «πνευματολυτικές διεργασίες»
(πετρογρ.) διεργασίες που προκαλούνται ή συνοδεύονται από αέρια υψηλών θερμοκρασιών, τα οποία προέρχονται από εκρηξιγενή μάγματα
β) «πνευματολυτικό στάδιο»
(πετρογρ.) μαγματική φάση η οποία συντελείται σε θερμοκρασίες 500° ώς 375°C, αποτελεί συνέχεια τού πηγματιτικού σταδίου και προηγείται τού υδροθερμικού σταδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatolytic (< πνευματόλυση*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”